- αμαρκάριστος
- η , ο1) непомеченный, без метки (о белье и т. л.); 2) открытый, свободный (о футболисте)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαρκάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μάρκα, κεντημένο διακριτικό: Οι πετσέτες ήταν αμαρκάριστες. 2. (στο ποδόσφαιρο), αυτός που δεν εμποδίστηκε από αντίπαλο παίχτη στη μεταφορά της μπάλας: Ήταν αμαρκάριστος κι όμως αστόχησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαρκάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαρκαριστεί, πάνω στον οποίο δεν είναι κεντημένα ή γραμμένα τα αρχικά γράμματα ή άλλα σύμβολα 2. (για φαγητά ή ποτά) αυτός που δεν δηλώθηκε και δεν υπολογίστηκε με μάρκα από τον υπάλληλο στο ταμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α… … Dictionary of Greek
αμάρκιαστος — η, ο [μαρκιάζω] ο αμαρκάριστος … Dictionary of Greek
ασημάδευτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός τον οποίο δε σημάδεψαν, δε σκόπευσαν με το όπλο: Έριχνε ασημάδευτα, γι αυτό δε σκότωνε πουλί. 2. αυτός που δεν του έβαλαν σημάδι, αμαρκάριστος: Μερικά δέματα τα είχαν ξεχάσει ασημάδευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)